ἄθετος

ἄθετος
ἄθετος
without position
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άθετος — η, ο (Α ἄθετος, ον) νεοελλ. ατοποθέτητος αρχ. 1. ο δίχως θέση ή τόπο 2. αυτός που έχει τεθεί κατά μέρος, ακατάλληλος, άχρηστος 3. επίρρ. ἀθέτως παράνομα, δεσποτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θετός < τίθημι. ΠΑΡ. αθετώ, αθεσία] …   Dictionary of Greek

  • άθετος — η, ο αυτός που δεν τοποθετήθηκε, ατοποθέτητος: Τελικά η κλειδαριά στην εξώπορτα έμεινε άθετη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀθέτως — ἄθετος without position adverbial ἄθετος without position masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄθετον — ἄθετος without position masc/fem acc sg ἄθετος without position neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθετώτατοι — ἄθετος without position masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθέτου — ἄθετος without position masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθέτους — ἄθετος without position masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθέτων — ἄθετος without position masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄθετα — ἄθετος without position neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄθετοι — ἄθετος without position masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”